- αποσύνδεση
- ηο χωρισμός αυτών που ήταν δεμένα μαζί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποσύνδεση των ιδεών — Έλλειψη εναρμόνισης μεταξύ σκέψης και αισθητικότητας, που αντιπροσωπεύει την πιο σημαντική διεργασία της διανοητικής ασθένειας· οι ιδέες αποσυνδέονται από τις συγκινήσεις, οι συγκινήσεις από την έκφραση, η συμπεριφορά από τις προθέσεις που την… … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
ξεκοτσάρισμα — το [ξεκοτσάρω] ναυτ. 1. η αποσύνδεση τού συστήματος που συγκρατεί την καδένα τής άγκυρας ώστε αυτή να μην παρασύρεται προς τη θάλασσα 2. τεχνολ. αποσύνδεση ρυμουλκούμενου οχήματος από το ρυμουλκό όχημα … Dictionary of Greek
αποδέσμευση — η αποσύνδεση, απαλλαγή, απελευθέρωση … Dictionary of Greek
απόζευξη — η (Α ἀπόζευξις) [αποζευγνύω] νεοελλ. η αποσύνδεση αρχ. το λύσιμο ζώου από τον ζυγό … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… … Dictionary of Greek
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
εξάρμοση — η (Μ ἐξάρμοσις) [εξαρμόζω] λύση τής αρμογής, αποσύνδεση, λύσιμο, ξήλωμα, ξεμοντάρισμα («εξάρμοση μηχανής») μσν. εξάρθρωση … Dictionary of Greek
ηλεκτρονόμος — (relais). Ηλεκτρομηχανική διάταξη που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ρεύματος ενός κυκλώματος (κύκλωμα χειρισμού) για να ελέγξει τη λειτουργία ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο η. αποτελείται γενικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη και από έναν κινητό… … Dictionary of Greek